- εννακοσιοστός
- ἐννακοσιοοτός, -ή, -όν (AM)ενακοσιοστός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενακοσιοστός — και εννακοσιοστός, ή, ό (AM ἐνακοσιοστός και ἐννεακοσιοστός, ή, όν) (τακτ. αριθμ.) αυτός που κατέχει στη σειρά τον αριθμό 900 … Dictionary of Greek